1.2  A.   Κανόνες Πειθαρχικού Ελέγχου Διοικητικού Προσωπικού

 

Οι παρόντες Κανόνες εκδίδονται δυνάμει του Κανονισμού 22 παράγραφος (4) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου Διοικητικό Προσωπικό Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 162/1990 έως Κ.Δ.Π. 143/2017 και θα αναφέρονται ως ο «Πειθαρχικός Κώδικα του Διοικητικού Προσωπικού του Πανεπιστημίου.

 

        

 

Πειθαρχικά Παραπτώματα

 

 

1.

Κάθε μέλος του Διοικητικού Προσωπικού, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 24 εδάφιο (1) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου (Ν. 144/89, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη αν:

 

(α)

Διαπράξει αδίκημα που ενέχει έλλειψη εντιμότητας ή ηθική αισχρότητα

 

 

(β)

ενεργήσει ή παραλείψει κάτι κατά τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση οποιουδήποτε από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις του υπαλλήλου.

 

 

2.

Για τους σκοπούς της  παραγράφου (β) του Κανόνα 1, ο όρος  «καθήκοντα ή υποχρεώσεις» περιλαμβάνει κάθε καθήκον ή υποχρέωση που επιβάλλεται στο διοικητικό προσωπικό δυνάμει του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου, των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Διοικητικό Προσωπικό) Κανονισμών ή οποιονδήποτε άλλων Κανονισμών, των Κανόνων Απασχόλησης Διοικητικού Προσωπικού, των παρόντων Κανόνων, ή οποιωνδήποτε άλλων Κανόνων ή δυνάμει οποιασδήποτε άλλης διοικητικής πράξης ή δυνάμει οποιασδήποτε διαταγής ή οδηγίας που εκδόθηκε.

 

 

 

 

 

Πειθαρχικά Όργανα

 

 

3.

Πειθαρχικά όργανα είναι ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών και το Πειθαρχικό Συμβούλιο

 

 

4.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ορίζεται από το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Κύπρου. Είναι πενταμελές και σε αυτό μετέχουν μόνο μέλη του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου.   Χρέη γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου εκτελεί ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού ή εκπρόσωπος του.

 

 

        

Κανένας Υπάλληλος δε διώκεται δυο φορές για το ίδιο παράπτωμα

 

 

5.

Κανένας υπάλληλος δε διώκεται δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα.

 

 

 

 

        

Μια μόνο πειθαρχική ποινή για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα.

 

 

6.

Για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα δεν επιβάλλονται περισσότερες από μια πειθαρχικές ποινές.

 

 

7.

Νοείται ότι οι ποινές της  επίπληξης ή  της αυστηρής επίπληξης,  μπορούν να επιβληθούν μαζί με κάθε ποινή  εκ των προβλεπόμενων στον Κανόνα 13(1).

 

 

 

 

        

Λήξη πειθαρχικής ευθύνης.

 

 

8.

Ο υπάλληλος ο οποίος απέβαλε την υπαλληλική ιδιότητα με οποιοδήποτε τρόπο δε διώκεται πειθαρχικώς, η πειθαρχική όμως διαδικασία η οποία τυχόν έχει αρχίσει συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου.

 

 

 

 

        

Ποινική Δίωξη

 

 

9.

Αν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον υπαλλήλου, καμία πειθαρχική δίωξη δεν επιτρέπεται να ασκηθεί ή να συνεχιστεί εναντίον του για λόγους που σχετίζονται με την ποινική δίωξη, μέχρις ότου αυτή καταστεί οριστική και αμετάκλητη.

 

 

10.

Η καταδίκη ή αθώωση υπαλλήλου από ποινικό δικαστήριο η οποία καθίσταται αμετάκλητη, συνιστά στην πειθαρχική διαδικασία αμάχητο τεκμήριο περί της ενοχής ή αθωότητας τούτου για το ποινικό αδίκημα που αυτός καταδικάστηκε ή αθωώθηκε.

 

 

11.

Όταν σε ποινική απόφαση η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, βεβαιούται ρητώς η ύπαρξη ή ανυπαρξία πραγματικών γεγονότων, τότε τούτα γίνονται δεκτά στην πειθαρχική δίκη όπως και στην ποινική. Ουδόλως όμως κωλύεται το πειθαρχικό όργανο να εκδώσει αντίθετη απόφαση από την ποινική.  

 

 

 

 

         

Πειθαρχική Δίωξη ύστερα από ποινική δίωξη.

 

 

12.

Υπάλληλος που διώχτηκε για ποινικό αδίκημα και δεν βρέθηκε ένοχος δεν δύναται να διωχθεί πειθαρχικά για την ίδια κατηγορία, δύναται όμως να διωχθεί για πειθαρχικό παράπτωμα που προκύπτει από τη διαγωγή του, η οποία σχετίζεται με την ποινική υπόθεση, αλλά δεν εγείρει το ίδιο επίδικο θέμα όπως εκείνο της κατηγορίας κατά την ποινική δίωξη.

 

 

13.

(1)

Οι πιο κάτω πειθαρχικές ποινές μπορούν να επιβληθούν δυνάμει των διατάξεων των Κανόνων αυτών:

(α) Επίπληξη˙

(β) αυστηρή επίπληξη˙

(γ)  πειθαρχική μετάθεση˙

(δ) διακοπή ετήσιας προσαύξησης˙

(ε)  αναβολή ετήσιας προσαύξησης˙

(στ)       χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις καθαρές απολαβές τριών μηνών

(ζ)  υποβιβασμός στη μισθοδοτική κλίμακα˙

(η) υποβιβασμός σε κατώτερη θέση˙

(θ) αναγκαστική αφυπηρέτηση˙

(ι)   απόλυση.

 

 

(2)

Η επίπληξη γίνεται προφορικά και σημειώνεται στον Προσωπικό Φάκελο του υπαλλήλου.

 

 

(3)

Αυστηρή επίπληξη γίνεται γραπτώς και αντίγραφο της σχετικής απόφασης επιδίδεται στον υπάλληλο και καταχωρείται στον Προσωπικό Φάκελο του υπαλλήλου.

 

 

(4)

πειθαρχική μετάθεση ενεργείται σε υπηρεσία ίδιου βαθμού είτε σε έτερο κλάδο είτε τμήμα είτε σε άλλο τόπο.

 

 

(5)

Διακοπή προσαύξησης σημαίνει τη για ορισμένο χρονικό διάστημα μη πληρωμή προσαύξησης που διαφορετικά θα καταβαλλόταν χωρίς αλλαγή της ημερομηνίας προσαύξησης.

 

 

(6)

Αναβολή προσαύξησης σημαίνει αναβολή της ημερομηνίας κατά την οποία η επόμενη προσαύξηση είναι πληρωτέα, με αντίστοιχες αναβολές σ΄ επόμενα έτη.

 

 

(7)

Η χρηματική ποινή αποτελεί έσοδο του προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου ή του προϋπολογισμού οιωνδήποτε καθορισμένων υπό του Πανεπιστημίου ειδικών ταμείων.

 

 

(8)

Σε περίπτωση αναγκαστικής αφυπηρέτησης από συντάξιμη θέση, το  θέμα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων υποβάλλεται από τον Υπουργό Οικονομικών στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο αποφασίζει για τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που θα παραχωρηθούν καθώς και το χρόνο έναρξης της καταβολής τούτων, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης:

 

Νοείται ότι τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που θα παραχωρηθούν δε θα είναι λιγότερα από εκείνα που θα παραχωρούνταν στον υπάλληλο, αν επιβαλλόταν σ’ αυτόν η ποινή της απόλυσης.

 

 

(9)

Η απόλυση συνεπάγεται απώλεια όλων των ωφελημάτων αφυπηρέτησης:

Νοείται ότι στο σύζυγο και εξαρτώμενα τέκνα, αν υπάρχουν, υπαλλήλου που απολύθηκε, καταβάλλεται σύνταξη, σαν αυτός να είχε πεθάνει κατά την ημερομηνία απόλυσής του, που θα υπολογίζεται στη βάση των πραγματικών ετών υπηρεσίας.       

 

 

 

 

         

Διαγραφή Πειθαρχικών Ποινών.

 

 

14.

(1)

Η ποινή της επίπληξης διαγράφεται  δύο έτη μετά την  επιβολή της, της αυστηρής επίπληξης τρία έτη μετά και οι λοιπές ποινές, εκτός από τις ποινές της αναγκαστικής αφυπηρέτησης και της απόλυσης,  πέντε έτη μετά την επιβολή τους.

 

 

(2)

Οι ποινές που διαγράφονται αποσύρονται από τον Προσωπικό Φάκελο του υπαλλήλου και δεν επιτρέπεται εφεξής να αποτελέσουν στοιχεία κρίσης του.

 

 

 

 

         

Αρμοδιότητα για λήψη πειθαρχικών μέτρων.

 

 

15.

(1)

Πειθαρχικά μέτρα εναντίον μέλους του διοικητικού προσωπικού λαμβάνονται είτε από το Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών στις περιπτώσεις των παραπτωμάτων που προνοούνται στον Κανόνα 17,  είτε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

 

 

(2)

Το  Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν προβαίνει στη λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού προσωπικού, παρά μόνο ύστερα από γραπτή πρόταση του Διευθυντή:

Νοείται ότι στην περίπτωση όπου θα πρέπει να ληφθούν πειθαρχικά μέτρα εναντίον του  Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών, τότε τη γραπτή πρόταση υποβάλλει ο Πρύτανης ή ο Πρόεδρος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου. Επίσης, νοείται ότι σε αυτή την περίπτωση δεν μετέχει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών και το Πειθαρχικό Συμβούλιο συμπληρώνεται από ένα μέλος προερχόμενο από τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου.

 

 

 

 

 

Έναρξη Πειθαρχικής Διαδικασίας

 

 

16.

Αν καταγγελθεί στο Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών ή υποπέσει στην αντίληψή του ότι μέλος του διοικητικού προσωπικού δυνατό να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα τότε ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών:

(α)  

Αν το παράπτωμα είναι από εκείνα που μπορούν να εκδικάζονται συνοπτικά που αναγράφονται στον Κανόνα 17  οφείλει να μεριμνήσει αμέσως όπως διεξαχθεί ενδοτμηματική/ ενδοϋπηρεσιακή έρευνα κατά τρόπο που θα ορίσει ο ίδιος και ενεργεί όπως προνοείται στον Κανόνα 18.

Νοείται ότι, αν ο Διευθυντής πιστεύει ότι εξ αιτίας της σοβαρότητας του παραπτώματος ή εξ αιτίας των περιστάσεων που έγινε αυτό, έπρεπε τούτο να συνεπάγεται σοβαρότερη ποινή, τότε ενεργεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (β) του παρόντα Κανόνα.

 

 

(β)  

Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών υποβάλλει γραπτώς στο Συμβούλιο  την καταγγελία, για να διεξαχθεί έρευνα όπως ορίζεται στον Κανόνα 19.

 

 

 

 

 

Εξουσία Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών να εκδικάζει                   συνοπτικά ορισμένα παραπτώματα

 

 

17.

Ο διευθυντής έχει εξουσία να εκδικάζει συνοπτικά οποιαδήποτε πειθαρχικά παραπτώματα που αναγράφονται κατωτέρω και ενεργεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (α) του Κανόνα 16:

(α)

εγκατάλειψη του τόπου εργασίας χωρίς άδεια του προϊσταμένου του

(β)

καθυστέρηση προσέλευσης στον τόπο εργασίας

(γ)

αμέλεια, αδιαφορία, νωθρότητα ή αδράνεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του

(δ)

απρεπής συμπεριφορά προς τους προϊσταμένους του, τους συναδέλφους του και προς το κοινό

(ε)

παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης σε εντολή ή οδηγίες που δόθηκαν σ’ αυτόν από ανωτέρους του ή από συντονιστή Υπηρεσίας ή έργου

(στ)

παράλειψη ή άρνηση εκτέλεσης των καθηκόντων της θέσης του

(ζ)

παρενόχληση οποιουδήποτε συναδέλφου ή μέλους του ακαδημαϊκού προσωπικού ή φοιτητή

(η)

άσκησης επαγγελματικού ή ψυχολογικού εκφοβισμού.

 

 

 

 

 

Συνοπτική Διαδικασία

 

 

18.

(1)

Όταν κατά την έρευνα που διεξάχθηκε σύμφωνα με την παράγραφο (α) του  Κανόνα 16, ο Διευθυντής κρίνει ότι διαπράχθηκε παράπτωμα που μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά, τότε στο ενδιαφερόμενο μέλος του προσωπικού παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων που υπάρχουν, και παρέχεται σε αυτόν η ευκαιρία ακρόασης

 

 

(2)

Ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών, αφού ακούσει τον υπάλληλο και την υπεράσπισή του, δύναται σε περίπτωση που τον κρίνει ένοχο να επιβάλει τις ακόλουθες ποινές:

(α)  Επίπληξη˙

(β)  αυστηρή επίπληξη˙

(γ) διακοπή προσαύξησης για χρονική περίοδο που δεν  υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες.

 

 

 

 

 

Διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου

 

 

19.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ορίζει το γρηγορότερο ένα ή περισσότερα άτομα είτε από το Πανεπιστήμιο είτε εκτός Πανεπιστημίου ως  Ερευνών/τες Λειτουργό/ούς, για να διεξαγάγουν την έρευνα. Στην περίπτωση που ο ερευνών λειτουργός προέρχεται από το διοικητικό προσωπικό του Πανεπιστημίου, απαιτείται να είναι ανώτερος υπάλληλος και να κατέχει θέση υψηλότερη από τη θέση που κατέχει ο υπάλληλος που καταγγέλθηκε.

 

 

20.

Η έρευνα διεξάγεται το ταχύτερον  και εν πάση δε περιπτώσει  συμπληρώνεται το αργότερο μέσα σε σαρανταπέντε (45) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία έναρξής της.

Νοείται ότι σε περιπτώσεις όπου ευλόγως απαιτείται περισσότερο χρόνος για την συμπλήρωση της έρευνας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μετά από αιτιολογημένο αίτημα του Ερευνώντος Λειτουργού, μπορεί να επεκτείνει την περίοδο αυτή για όσο χρονικό διάστημα κρίνει απαραίτητο.

 

 

21.

Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, ο Ερευνών Λειτουργός έχει εξουσία να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να πάρει γραπτές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατόν να έχει γνώση οποιωνδήποτε από τα γεγονότα της υπόθεσης. Κάθε τέτοιο πρόσωπο οφείλει να δώσει κάθε πληροφορία που περιήλθε σε γνώση του και να υπογράψει οποιαδήποτε κατάθεση που δόθηκε κατά αυτόν τον τρόπο, αφού αυτή αναγνωστεί σε αυτόν, τηρουμένων των δικαιωμάτων και προνομιών του σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο.

 

 

22.

  Ο υπάλληλος του διοικητικού προσωπικού δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση ενώ του παρέχεται αντίγραφο των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε σχετικών εγγράφων. Του παρέχεται επίσης η ευκαιρία ακρόασης και εάν επιθυμεί στο στάδιο αυτό, δύναται να προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία ή αποδεικτικά στοιχεία προς υπεράσπισην του.

 

 

23.

Η έρευνα είναι μυστική.

Η έρευνα δύναται να επεκταθεί και σε άλλα παραπτώματα του διωκόμενου υπαλλήλου δια τα οποία προκύπτουν στοιχεία κατά την πορεία αυτής.

 

 

24.

Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας, ο Ερευνών Λειτουργός εκθέτει αμέσως το πόρισμα του στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, πλήρως αιτιολογημένο μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα, καταθέσεις και άλλο μαρτυρικό υλικό τυχόν συνέλεξε.

 

 

25.

Με τη λήψη της  έκθεσης του Ερευνώντος Λειτουργού, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου παραπέμπει μαζί με όλο το υλικό που υπέβαλε ο Ερευνών Λειτουργός,  στο Νομικό Σύμβουλο του Πανεπιστημίου για γνωμοδότηση.

 

 

26.

Ο Νομικός Σύμβουλος του Πανεπιστημίου εξετάζει με όλη τη δυνατή ταχύτητα το ζήτημα και γνωμοδοτεί κατά πόσον μπορεί να διατυπωθεί κατηγορία εναντίον του διωκόμενου υπαλλήλου. Σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης προβαίνει στη διατύπωση της κατηγορίας.

 

 

27.

Με την λήψη της διατυπωθείσας κατηγορίας  από τον Νομικό Σύμβουλο του Πανεπιστημίου, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου την υπογράφει και τη διαβιβάζει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο μαζί με όλα τα έγγραφα που υποβληθήκαν στον Νομικό Σύμβουλο. 

 

 

 

 

 

Έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου

 

 

28.

Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου αρχίζει με την διατύπωση της κατηγορίας που διαβιβάσθηκε από τον Προέδρο της όπως προνοείται από τον Κανόνα 27.

 

 

29.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο σε δύο εβδομάδες από την ημερομηνία που έλαβε την κατηγορία, φροντίζει να εκδοθεί και επιδοθεί κλήση στο πειθαρχικά διωκόμενο μέλος του προσωπικού, σύμφωνα με τον τύπο και τον τρόπο που παρατίθεται στον Πρώτο Πίνακα.

 

 

30.

Η κλήση σε απολογία του κατηγορουμένου πρέπει να γίνει σε χρόνο όχι μικρότερο των 15 ή μεγαλύτερο των 30 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της κλήσης του κατηγορητηρίου από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

 

 

31.

Το άτομο που διώκεται πειθαρχικά δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του κατηγορία. 

 

 

32.

Στο μέλος του προσωπικού που διώκεται πειθαρχικά παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιονδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων. 

 

 

33.

Η ακρόαση της υπόθεσης ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου διεξάγεται και συμπληρώνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που παρατίθεται στους Κανόνες 33 και επόμενα.

 

 

34.

Στο άτομο που διώκεται πειθαρχικά παρέχεται η ευκαιρία ακρόασης τόσο πριν από τη διαπίστωση της ενοχής όσο και πριν από την επιβολή της ποινής.

 

 

35.

Σε κάθε διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το ενδιαφερόμενο μέλος του προσωπικού μπορεί να εκπροσωπείται με νομικό σύμβουλο.

 

 

 

 

 

Ακροαματική διαδικασία

 

 

36.

Εάν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί κατά την ημερομηνία που ορίστηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο για την ακρόαση της υπόθεσης, η ακρόαση διεξάγεται όπως προνοείται στους παρόντες Κανόνες.   

 

 

37.

Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί κατά την εν λόγω ημερομηνία τότε κατόπιν αποδείξεως επιδόσεως της κλήσης σε αυτό, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να προχωρήσει σε εξέταση της υπόθεσης στην απουσία του.

 

Νοείται ότι, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να απαιτήσει την προσωπικήν προσέλευση του κατηγορούμενου.

 

 

38.

Η διαδικασία ενώπιoν του Πειθαρχικού Συμβουλίου ξεκινά με την ανάγνωση του κατηγορητηρίου και την απάντηση στο κατηγορητήριο.

 

 

39.

Κατά την ακρόαση τηρούνται πλήρη πρακτικά της διαδικασίας και για το σκοπό αυτό, επιτρέπεται η χρήση υπηρεσιών στενοτυπίστριας για την υποβοήθηση του πρακτικογράφου του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

 

40.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να καλέσει και μάρτυρες και να απαιτήσει την προσέλευσή τους. Επίσης έχει εξουσία να απαιτήσει προσαγωγή κάθε εγγράφου που σχετίζεται με την κατηγορία και να αποδεχτεί οποιαδήποτε μαρτυρία, έγγραφη ή προφορική, έστω και αν αυτή δε θα γινόταν δεκτή σε πολιτική ή ποινική διαδικασία, με την επιφύλαξη των περί αποδεικτικών απαγορεύσεων κανόνων.

 

 

41.

Η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται όσο είναι δυνατό, με τον ίδιο τρόπο όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά.

 

 

42.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο διερευνά τη βασιμότητα της κατηγορίας, τηρουμένου πάντοτε του τεκμηρίου αθωότητας. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο εκδίδει καταδικαστική απόφαση εφόσον έχει πεισθεί για την ενοχή του πειθαρχικά κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

 

43.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί με την απόφασή του είτε να βρει τον κατηγορούμενο ένοχο όλων ή ορισμένων εκ των παραπτωμάτων για τα οποία κατηγορείται και να του επιβάλει πειθαρχική/ές ποινή/ές σύμφωνα με τον Κανόνα 13, είτε να  αθωώσει και απαλλάξει τον πειθαρχικά κατηγορούμενο.

 

 

44.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο επί τη βάσει εκτίμησης των στοιχείων που παρουσιάζονται, εκδίδει επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση. Η απόφαση υπογράφεται από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου και επιδίδεται δια χειρός ή μέσω διπλοσυστημένου ταχυδρομείου στον κατηγορούμενο, και γνωστοποιείται στο Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών για τυχόν δέουσες ενέργειες και υπηρεσιακές ενημερώσεις οι οποίες είναι απαραίτητο να γίνουν για την εφαρμογή της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

 

 

 

 

Αυτεπάγγελτη πειθαρχική δίωξη.  

 

 

45.

Κάθε υπάλληλος που κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε πειθαρχικής διαδικασίας συμπεριφέρεται με τρόπο απρεπή ή περιφρονητικό ή χωρίς επαρκή δικαιολογία παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε διαταγή που δίδεται νόμιμα και κανονικά στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας, είναι ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος και επιβάλλεται σ’ αυτόν οποιαδήποτε από τις ποινές που προβλέπονται στην παράγραφο (2) του Κανόνα 18.

 

 

 

 

 

Ποικίλες διατάξεις

 

 

46.

Εάν διαπιστωθεί από το Συμβούλιο  άρνηση και/ή κωλυσιεργία του Πειθαρχικού Συμβουλίου να ασκήσει τη δικαιοδοσία του εντός εύλογου χρόνου, θεμελιώνεται πειθαρχικό αδίκημα για τα εσωτερικά μέλη του και ακολουθούνται οι προβλεπόμενες οικίες διαδικασίες. Επίσης το Συμβούλιο έχει δικαίωμα την αυτόματη παύση όλων ή κάποιων εκ των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου. 

 

 

 

 

 

Διαθεσιμότητα

 

 

47.

(1)

Αv διαταχθεί έρευvα πειθαρχικoύ παραπτώματoς εvαvτίov μέλους του διοικητικού προσωπικού ή με τηv έvαρξη αστυvoμικής έρευvας με σκoπό τηv πoιvική δίωξη εvαvτίov τoυ, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπoρεί, αv τo δημόσιo συμφέρov τo απαιτεί, vα θέσει σε διαθεσιμότητα τo πρόσωπο αυτό κατά τη διάρκεια της έρευvας και σε τέτοια περίπτωση ενεργεί δυνάμει της παραγράφου (2), εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις που ενεργεί δυνάμει της παραγράφου (3):

Νoείται ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητας στηv oπoία τίθεται το άτομο δεv μπoρεί vα υπερβεί τoυς τρεις μήvες, μπoρεί όμως vα παραταθεί, αv συvτρέχει σoβαρός λόγoς, για άλλoυς τρεις μήvες.

 

 

(2)

Αν το Πειθαρχικό Συμβούλιο προτίθεται να θέσει το μέλoς του διοικητικού προσωπικού σε διαθεσιμότητα τον ενημερώνει για την πρόθεσή του αυτή και ταυτόχρονα τον καλεί, αν επιθυμεί, να υποβάλει, εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών, γραπτές παραστάσεις και αφού τις μελετήσει, αν υποβληθούν, αποφασίζει άμεσα κατά πόσο θα τον θέσει ή όχι σε διαθεσιμότητα.

 

 

(3)

(α)

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δε θα επηρεαστεί με οποιονδήποτε τρόπο η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας και/ή αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να θέσει αμέσως το πρόσωπο σε διαθεσιμότητα δυνάμει της παραγράφου (1), χωρίς να προβεί στις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο (2), παρέχοντας ταυτόχρονα σε αυτόν  το δικαίωμα να υποβάλει, αν το επιθυμεί, το αργότερον εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από την ημέρα της επίδοσης της απόφασής της, γραπτή ένσταση για την απόφασή της να τον θέσει σε διαθεσιμότητα.

 

 

(β)

Σε περίπτωση που υποβληθεί ένσταση δυνάμει της υποπαραγράφου (α), το Πειθαρχικό Συμβούλιο, αφού μελετήσει τους λόγους που περιέχονται σ’ αυτήν αποφασίζει άμεσα κατά πόσο θα διατάξει τη συνέχιση ή τον τερματισμό της διαθεσιμότητας και αν το Πειθαρχικό Συμβούλιο τερματίσει τη διαθεσιμότητα του αυτός επανακτά, από την ημέρα έναρξης της διαθεσιμότητας, όλες τις εξουσίες και τα ωφελήματα που αναστάληκαν δυνάμει της παραγράφου (6) του παρόντος Κανόνα.

 

 

(4)

Αv μετά τo τέλoς της έρευvας απoφασιστεί η πoιvική ή η πειθαρχική δίωξη τoυ προσώπου, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπoρεί, αv τo δημόσιo συμφέρov τo απαιτεί, vα θέσει σε διαθεσιμότητα τo πρόσωπο μέχρι τηv τελική συμπλήρωση της υπόθεσης εφαρμόζοντας τις διατάξεις της παραγράφου (2).

 

 

(5)

Σε περίπτωση που το Πειθαρχικό Συμβούλιο προτίθεται να παρατείνει τη διαθεσιμότητα του μέλους διοικητικού προσωπικού, τέσσερις ημέρες πριν τη λήξη της, ενεργεί εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία τις διατάξεις της παραγράφου (2).

 

 

(6)

Ειδoπoίηση ότι τέθηκε σε διαθεσιμότητα δίδεται γραπτώς στο μέλος του διοικητικού προσωπικού τo γρηγoρότερo. Οι εξoυσίες, τα πρovόμια και τα ωφελήματα τoυ μέλους του διοικητικού προσωπικού αvαστέλλovται κατά τη διάρκεια της περιόδoυ της διαθεσιμότητας:

Νoείται ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο επιτρέπει στo μέλος του διοικητικού προσωπικού vα λαμβάvει μέρoς τωv απoλαβώv της θέσης τoυ, όχι λιγότερo από τo μισό, όπως θα κρίvει το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

 

 

(7)

Αv το μέλος του διοικητικού προσωπικού απαλλαγεί ή αv από τηv έρευvα δεv απoδειχτεί πειθαρχική υπόθεση εvαvτίov τoυ, η διαθεσιμότητα τερματίζεται και το μέλος του διοικητικού προσωπικού δικαιoύται oλόκληρo τo πoσό τωv απoλαβώv τις oπoίες θα έπαιρvε αv δεv ετίθετo σε διαθεσιμότητα. Αv βρεθεί έvoχoς και η ποινή είναι άλλη από εκείνη της απόλυσης επιστρέφεται στο μέλος του διοικητικού προσωπικού μέρος των απολαβών του, όπως θα κρίνει το Πειθαρχικό Συμβούλιο, και το τυχόν κρατούμενο ποσό αποτελεί μέρος της ποινής του ως προστίμου δυνάμει του Κανόνα 13. Αν η ποινή είναι η απόλυση, δεν καταβάλλεται οποιοδήποτε ποσό στο μέλος  του διοικητικού προσωπικού πέρα από εκείνο που ήδη καταβλήθηκε από την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα και από την ημερομηνίας της καταδίκης του παύει να δικαιούται οποιεσδήποτε απολαβές. 

 

 

(8)

Νοείται ότι η απόφαση για διαθεσιμότητα δεν υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου και είναι άμεσα εκτελεστή άμα τη λήψη της. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

 

Τύπος κλήσης

 

Καλείσθε να εμφανιστείτε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Πανεπιστημίου στο γραφείο του στη Λευκωσία τη(ν)

........................................................................................................................

........................................................................................................................

 

20.................... και ώρα  ............... π.μ./μ.μ.  για την ακρόαση πειθαρχικής κατηγορίας που διατυπώθηκε εναντίον σας για το ότι

........................................................................................................................

........................................................................................................................

........................................................................................................................

........................................................................................................................

 (εκθέσατε σύντομα το πειθαρχικό παράπτωμα ή τα παραπτώματα)

 

2.     Αν επιθυμείτε να καλέσετε μάρτυρες, για να δώσουν μαρτυρία ή να φέρουν αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου οφείλετε να προβείτε στις αναγκαίες διευθετήσεις, για να εξασφαλίσετε την προσέλευση των μαρτύρων και την προσαγωγή των αποδεικτικών στοιχείων.

 

3.  Αν παραλείψετε να εμφανιστείτε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά τον προαναφερθέντα τόπο και χρόνο, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί είτε να απαιτήσει την προσωπική προσέλευσή σας είτε να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης στην απουσία σας.

 

 

[ημερομηνία] .......................................

 

Υπογραφή ........................................

 

Πρόεδρος Πειθαρχικού Συμβουλίου

 

Επίδοση Κλήσης

 

 

Η κλήση επιδίδεται στο ενδιαφερόμενο μέλος του Διοικητικού Προσωπικού μέσω του Γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο οποίος μεριμνά όπως η κλήση παραδοθεί ιδιοχείρως σε αυτό και υπογραφεί βεβαίωση της παραλαβής της από το εν λόγω μέλος πάνω στο αντίγραφο της κλήσης. Το αντίγραφο επιστρέφεται στο  Πειθαρχικό Συμβούλιο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Πειθαρχικός Κώδικας Διοικητικού Προσωπικού εγκρίθηκε κατά τις συνεδρίες αρ. 4/2019 και 5/2019 της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών, ημερ. 16/4/2019 και 28/5/2019 αντίστοιχα, και τροποποιήθηκε κατά τη συνεδρία αρ. 4/2019 του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου, ημερ. 15/05/2019.