Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
 
   λογκοΕΦΣΚ        
Ο «Ἑλληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως» (Ε.Φ.Σ.Κ.), μία από τις σημαντικότερες και πλέον δραστήριες ελληνικές πολιτιστικές εταιρείες του 19ου αι. και των αρχών του 20ου αι., ιδρύθηκε το 1861 με πρωτοβουλία του λόγιου ιατρού Ηρoκλή Βασιάδη (1821-1890) [1] και με οικονομική υποστήριξη των επιχειρηματιών Γεωργίου Ζαρίφη και Χρηστάκη Ζωγράφου, γνωστών  τραπεζιτών του Γαλατά.[2] Ο Σύλλογος λειτούργησε χωρίς διακοπή μέχρι περίπου το 1923.
 pera    Πέρα, η Μεγάλη Οδός 
 
      Η ίδρυση του Ε.Φ.Σ.Κ. εμπίπτει, όχι τυχαία, σε μία περίοδο κατά την οποία οι μεταρρυθμίσεις του Χάττι Χουμαγιούν (1856) είχαν δημιουργήσει ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη της ελληνικής αστικής τάξης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ευμάρεια, που ακολούθησε, στήριξε την ανάπτυξη μιας έντονης πνευματικής δραστηριότητας, φορείς της οποίας ήταν συχνά οι πολυάριθμοι ελληνικοί σύλλογοι που ιδρύθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. στην Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία.[3] Στην Κωνσταντινούπολη συστάθηκαν τρεις πολιτιστικοί σύλλογοι: πρώτα ο «Ἰατρικός» (1861), με στόχο την έρευνα της αρχαίας ιατρικής και τη διάδοση των ιατρικών γνώσεων, στη συνέχεια ο «Φιλολογικός» (1861), και τέλος ο «Μουσικός Σύλλογος» (1863), στόχος του οποίου ήταν η μελέτη της αρχαίας μουσικής και η καλλιέργεια των μουσικών γνώσεων.[4] Το ενδιαφέρον για την ελληνική αρχαιότητα που εκδηλώνεται στους στόχους και των τριών κωνσταντινουπολίτικων συλλόγων είναι ενδεικτικό για το ρόλο που διαδραμάτιζε ο εταιρισμός στη διαμόρφωση των συλλογικών ταυτοτήτων των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο δεύτερο μισό του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.[5]
    Κίνητρο της ίδρυσης του Ε.Φ.Σ.Κ. ήταν το ενδιαφέρον για φιλολογικά θέματα. Όπως σημειώνεται στον κανονισμό που ψηφίστηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1861: «Ἄρθρον Α´. Σκοπὸς τοῦ Συλλόγου ὑπάρχει ἡ ἔγγραφος ἢ προφορικῆ ἐν αὐτῷ διακοίνωσις φιλολογικῶν ζητημάτων. Ἄρ. Β´. Ἀπαγορεύεται πᾶσα πολιτικὴ συζήτησις».[6] Ο Σύλλογος στεγάστηκε σε ένα κτίριο στη συνοικία Πέρα (σημερινό Beyoğlu) και άρχισε τις εργασίες του στις 15 Απριλίου 1861.[7]
     
efsk
 Ο πρώτος τόμος (1861) του περιοδικού Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος
 
     Στις 11 Μαρτίου 1863 αποφασίστηκε η έκδοση ενός διμηνιαίου περιοδικού το οποίο θα έφερε ως τίτλο την ονομασία του Συλλόγου και θα είχε στόχο, όπως σημειωνόταν στον σχετικό κανονισμό: «νὰ καταστήσῃ γνωστὰ εἰς τὸ κοινὸν τὰ ἀξιολογώτερα ἔργα τοῦ Φ. Συλλόγου καὶ ν᾽ ἀναπληρώσῃ τὴν παρ᾽ ἡμῖν ἔλλειψιν σπουδαίου φιλολογικοῦ φύλλου».[8] Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος κυκλοφόρησε από το 1863 μέχρι το 1914 ή 1915, έχοντας ως κύρια ύλη άρθρα φιλολογικού, αρχαιολογικού, και ιστορικού περιεχομένου, πρακτικά συνεδριών του Συλλόγου και άρθρα για τις ποικίλες λόγιες, επιστημονικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες των μελών του.
Όπως υποθέτουν κάποιοι ερευνητές, η έκδοση του περιοδικού κατέστησε επιτακτική την ανάγκη μιας βιβλιοθήκης και λειτούργησε ως κίνητρο για τη σύστασή της.[9] Καθώς ο αρχικός κανονισμός του Συλλόγου δεν περιείχε κάποια σχετική πρόβλεψη, στις 30 Απριλίου 1864 ψηφίστηκε ένας νέος κανονισμός, που εξέφραζε τη βούληση των μελών να συστήσουν βιβλιοθήκη, να δημιουργήσουν ένα αναγνωστήριο και να ορίζουν στο εξής ένα μέλος ως υπεύθυνο βιβλιοθήκης. Σημαντικοί λόγιοι της εποχής, μέλη του Συλλόγου, ανέλαβαν το καθήκον αυτό στα χρόνια 1864-1912, επηρεάζοντας μέσω των επιλογών τους τον χαρακτήρα της βιβλιοθήκης.
 
κεραμευς
      Ανάμεσα σε άλλους ξεχωρίζουν οι φιλόλογοι Μιλτιάδης Πανταζής (1850-1907), Γεώργιος Χασιώτης (*1842) και Θεμιστοκλής Σαλτέλης (1835-1903), ο επιφανής φιλόλογος και βιβλιογράφος Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμεύς (1856-1912), ο βυζαντινολόγος Βασίλειος Μυστακίδης (1859-1933) και ο γλωσσολόγος και εξέχων ερευνητής του ποντιακού Ελληνισμού Δημοσθένης Οικονομίδης (1858-1938). Δύο από τους βιβλιοθηκάριους του Συλλόγου συνδέονται στενά με την Κύπρο: ο γερμανός επιγραφολόγος Paul Schroeder (1844-1915) –διερμηνέας της γερμανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη στα χρόνια 1869-82, γνωστός αργότερα για τις έρευνές του για τις αρχαίες επιγραφές στην Κύπρο, για το ενδιαφέρον του για τη χαρτογράφηση του νησιού (συνεργασία με τον Heinrich Kiepert) και για την καταγραφή κυπριακών δημοτικών τραγουδιών,[10] και ο ζαγοριανός φιλόλογος Δημήτριος Σάρρος (1870-1937), ο οποίος δίδαξε στη Λάρνακα και διετέλεσε διευθυντής του Παγκυπρίου Γυμνασίου.[11]
 
 
 
Τοπτσιλαρ
 
Οδός Τοπτσιλάρ 18:  Η φωτογραφία του νεοκλασικού κτιρίου του Συλλόγου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του το 1888.
 
νεοφυτος
 Μητροπολίτης Δέρκων Νεόφυτος
       Η πρώτη σημαντική αγορά εντύπων για τη Βιβλιοθήκη του Ε.Φ.Σ.Κ. πραγματοποιήθηκε το 1864 στο Βερολίνο από τον γνωστό ιατρό Στέφανο Καραθεοδωρή, μέλος του Συλλόγου.[12] Την ίδια χρονιά, χάρη στον ιεροδιάκονο Ευγένιο Μαντσαβίνο, εισήχθησαν στη Βιβλιοθήκη και τα πρώτα χειρόγραφα: δύο κώδικες του 12ου και 17ου αιώνα.[13] Συχνές προσφορές και δωρεές, κυρίως εκ μέρους των μελών του Συλλόγου, συνέβαλαν στην ταχεία αύξηση των προσκτήσεων και το 1869 η Βιβλιοθήκη άρχισε να λειτουργεί και ως δημόσιο αναγνωστήριο.[14] Λίγο αργότερα ωστόσο, τον Μάιο του 1870, η Βιβλιοθήκη και το αρχείο του Συλλόγου καταστράφηκαν ολοσχερώς από μεγάλη πυρκαϊά που ξέσπασε στο Πέρα.
    Παρά το τεράστιο πλήγμα που δέχτηκε ο Σύλλογος, η δράση του συνεχίστηκε. Χάρη στις δωρεές εντύπων και χρημάτων που πρόσφεραν απλόχερα πολιτιστικές εταιρείες («Παρνασσός», «Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων»), δημόσια Ιδρύματα (Πανεπιστήμιο Αθηνών) και ιδιώτες (Λουκία Καραθεοδωρή, Αλ. Ρίζος Ραγκαβής, Ν. Δραγούμης, Α. Βερναρδάκης, Κων/νος Σάθας κ.ά.) η Βιβλιοθήκη συγκροτήθηκε σταδιακά εκ νέου, έχοντας πλέον ως στόχο να λειτουργήσει ως δημόσια βιβλιοθήκη.
    Ήδη τον Μάιο του 1872 ο τότε πρόεδρος του Συλλόγου, Κ. Καραπάνος, παρατηρούσε την πρόοδο που είχε σημειωθεί:«Ἡ βιβλιοθήκη τοῦ Συλλόγου πυρποληθεῖσα κατά τὴν ἀποφράδα ἡμέρα τῆς 24ης Μαΐου, καθ᾽ ἣν τὸ πῦρ προὐξένησε δυστυχήματα εἰς τὴν πόλιν ἡμῶν, ἤρχισε νὰ σχηματίζηται ἐκ νέου κατὰ τὸ παρελθὸν παρὰ τῶν προσώπων ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ἐφρόντισαν ἵνα ἀναστήσωσι τὸν Σύλλογον μετὰ τὴν καταστρεπτικὴν ταύτην πυρκαϊάν. Ἐπλουτίσθη δ᾽ἔτι μᾶλλον διὰ τῶν γενναἰων προσφορῶν φιλομούσων ὁμογενῶν καὶ σύγκειται σήμερον ἐξ 800 περίπου τόμων».[15]
     Τον επόμενο χρόνο, το 1873, ο αριθμός των τόμων της φτάνει τις 2.000. Τον Νοέμβριο του έτους αυτού η Βιβλιοθήκη δέχτηκε μία από τις σημαντικότερες στην ιστορία της δωρεές χειρογράφων. Ο Μητροπολίτης Δέρκων Νεόφυτος (1820-1875) παραχώρησε στον Σύλλογο 33 κώδικες.[16] Το 1873 αποτελεί γενικότερα μια χρονιά-σταθμό: τη χρονιά αυτή εγκαινιάζεται το νέο κτίριο του Συλλόγου, το οποίο είχε αρχίσει να χτίζεται το 1872 στην οδό Τοπτσιλάρ του Πέρα και στο οποίο θα μεταφερθεί λίγο αργότερα (1874/5) και η Βιβλιοθήκη.[17] Το νεοκλασικό κτίριο θα αποτελέσει την εστία του Συλλόγου μέχρι τον τερματισμό της λειτουργίας του. Επίσης το 1873 καταρτίζεται ο πρώτος κανονισμός λειτουργίας της Βιβλιοθήκης και του Αναγνωστηρίου.[18]
    Στις αρχές του 1876 η Βιβλιοθήκη του Συλλόγου κηρύχθηκε δημόσια. Περιελάμβανε τότε 4.000 τόμους και 45 χειρόγραφα.[19] Όπως παρατηρεί ο παλαιογράφος Paul Moraux, στον οποίο οφείλουμε τον πληρέστερο και πλέον επιστημονικό κατάλογο των κωδίκων του Συλλόγου, οι αναφορές των υπεύθυνων βιβλιοθήκης, οι οποίες δημοσιεύονταν στο περιοδικό του Συλλόγου, επιτρέπουν στους σημερινούς ερευνητές να παρακολουθήσουν με μεγάλη ακρίβεια την πορεία της Βιβλιοθήκης. 
 
 
γεδεων
  Μανουήλ Γεδεών       
 
 
    Εκείνοι στους οποίους οφείλει ο Σύλλογος τις σημαντικότερες προσκτήσεις σε χειρόγραφα είναι –εκτός από τον Μητροπολίτη Δέρκων Νεόφυτο– ο νομικός Χρήστος Παπαδόπουλος, ο ιστορικός Μανουήλ Γεδεών, ο διπλωμάτης Ιωάννης Αριστάρχης και οι αδελφοί Σταύρος και Θεόδωρος Αυθεντόπουλος. O Χρήστος Παπαδόπουλος, ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος του Εμποροδικείου στην Κύπρο στα χρόνια 1880-1889/90, προσέφερε στον Σύλλογο 20 περ. χειρόγραφα. Ο Μανουήλ Γεδεών (1851-1943) δώρησε το 1895 στη Βιβλιοθήκη πέντε κώδικες, ενώ το 1916 πούλησε σε αυτήν άλλους τριάντα.[20] Ο Ιωάννης Αριστάρχης (1811-1897), μέλος σημαντικής φαναριώτικης οικογένειας και πρέσβης της Αυτοκρατορίας στο Βερολίνο, παραχώρησε στον Σύλλογο 33 κώδικες που περιείχαν επιστολές, ημερολόγια, ταξιδιωτικές αφηγήσεις και υλικό που αφορούσε τη διπλωματική του δράση.[21] Οι αδελφοί Αυθεντόπουλου δώρησαν το 1905 έξι χειρόγραφα του 19ου αι., τα οποία περιείχαν συλλογές εκκλησιαστικών ύμνων.
 
 Μαυρογενης
 
Άρθρο του περιοδικού Κλειώ (1889)
      Στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, το 1890/1, οι συλλογές της Βιβλιοθήκης είχαν πλέον αυξηθεί θεαματικά. Τα έντυπα βιβλία έφταναν τους 12.526 τόμους. Οι κατάλογοι με τα νέα αποκτήματα της Βιβλιοθήκης οι οποίοι δημοσιεύονταν στο περιοδικό του Συλλόγου μάς επιτρέπουν να ανασυστήσουμε με πολύ μεγάλη ακρίβεια την εικόνα της Βιβλιοθήκης ως προς το περιεχόμενο των εντύπων που περιελάμβανε. Τα βιβλία κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα: Αριθμητικά κυριαρχούσαν οι εκδόσεις που σχετίζονταν με την ελληνική αρχαιότητα (αρχαία ελληνική γραμματεία, αρχαιολογία), με την ιστορία, τη θρησκεία, την εκπαίδευση και τη γλώσσα. Παρότι δεν ήταν μεγάλος ο αριθμός τους, δεν απουσίαζαν οι εκδόσεις που δήλωναν περισσότερο εκσυγχρονισμένα ενδιαφέροντα (στατιστική, πολιτική επιστήμη, εθνολογία).[22] Αξιοπρόσεκτα μεγάλος ήταν ο αριθμός των ιατρικών έργων, γεγονός που συνδεόταν προφανώς με την υψηλή παρουσία γιατρών μεταξύ των μελών του Συλλόγου.[23] Τα έντυπα παρουσίαζαν αρκετή ποικιλία και ως προς τη γλώσσα των κειμένων. Εκτός από έργα στα ελληνικά και τουρκικά, απαντούν έργα στα γαλλικά, στα αγγλικά, στα γερμανικά και στα ιταλικά. Ανάμεσα στα ξενόγλωσσα έντυπα κυριαρχούν αριθμητικά τα γαλλικά.
 
 
AleMavrogentis 
 
Αλέξανδρος Μαυρογένης
 
 
 
 
      Στα επόμενα χρόνια, προς το τέλος του 19ου αι., παρατηρείται μια κάμψη στις προσκτήσεις της Βιβλιοθήκης. Στα πρώτα χρόνια όμως του 20ου αι. περιέχονται στον Σύλλογο τρεις ιδιωτικές βιβλιοθήκες: αυτή του Ιωάννη Αριστάρχη (1177 τόμ.)· εκείνη του Ιωάννη Βαλέττα, έλληνα λογίου που έζησε στο Λονδίνο (2740 τόμ.)· και εκείνη του Σπυρίδωνα Μαυρογένη (1396 τόμ.). Ο ηγεμόνας της Σάμου Αλέξανδρος Μαυρογένης συμπληρώνει τη τελευταία δωρεά με 45 τόμους.[24] Αλλά και αργότερα, στα χρόνια 1908-1910, η Βιβλιοθήκη θα εμπλουτιστεί με σημαντικές νέες ιδιωτικές συλλογές. Πρόκειται για τη βιβλιοθήκη του Κ. Σταυρίδη, διερμηνέα της αγγλικής πρεσβείας (376 τόμ. και 429 φυλλάδια), για τη βιβλιοθήκη του Κωνσταντίνου Ανθόπουλου (632 τόμ. και 8 φυλλάδια), εκείνη του γιατρού Στέκουλη (294 τόμ. και 494 φυλλάδια) και εκείνη του Νικόλαου (;) Φωτιάδη (450 τόμ. και 24 φυλλάδια).[25] Το 1910 η Βιβλιοθήκη του Ε.Φ.Σ.Κ. περιελάμβανε 18.035 τόμους, 666 τεύχη και 1.537 φυλλάδια.[26]
    Κατά την εξαιρετικά δύσκολη περίοδο 1912-1921 οι δραστηριότητες του Συλλόγου μειώθηκαν, χωρίς όμως να σταματήσουν. Το 1916 η Βιβλιοθήκη αγόρασε από τον Μανουήλ Γεδεών τριάντα χειρόγραφα.[27] Στα χρόνια 1918-1922, όταν ο Σύλλογος γνώριζε μια τελευταία άνθηση, τη φροντίδα της βιβλιοθήκης είχε η Νοεμή Ζωηρού – η πρώτη και μοναδική γυναίκα στο προεδρείο του Ε.Φ.Σ.Κ. Νέοι χορηγοί παρείχαν στα χρόνια αυτά στον Σύλλογο τη δυνατότητα να επεκτείνει τους χώρους της Βιβλιοθήκης και να προβεί σε εκτεταμένες αγορές βιβλίων.[28] Οι προσκτήσεις φτάνουν τους 8.000 τόμους – 5.000 από τους οποίους προέρχονταν από τη δωρεά της Βιβλιοθήκης του πρώην προέδρου του Συλλόγου Αλέξανδρου Ζωηρού.[29]
Topcekenler 
Το κτίριο του Συλλόγου στην οδό Τοπτσιλάρ 18. Σήμερα έχει κατεδαφιστεί.
Ο δρόμος ονομάζεται Topçekenler.
      Η ανοδική αυτή πορεία διακόπτεται βίαια με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο περί σωματείων νόμος (1923) αναγκάζει τους ελληνικούς συλλόγους, ανάμεσά τους και τον Ε.Φ.Σ.Κ. να διακόψουν τη λειτουργία τους. Ο ακριβής χρόνος της διακοπής παραμένει άγνωστος. Το 1925 κατασχέθηκε η κινητή και ακίνητη περιουσία του Συλλόγου.[30] Η βιβλιοθήκη πρέπει να περιείχε τότε περίπου 28.000 τόμους και 183 χειρόγραφα.[31] Από το 1925 μέχρι το 1931 η τύχη της βιβλιοθήκης δεν είναι γνωστή.
     Ο Paul Moraux ανασυστήνει την δαιδαλώδη πορεία των εντύπων και των χειρογράφων της Βιβλιοθήκης του Συλλόγου μετά το 1931 με τον ακόλουθο τρόπο: «Ξαναβρίσκουμε τα ίχνη της μόλις το 1932, χρονιά κατά την οποία οι τουρκικές αρχές διαμοιράζουν το περιεχόμενό της σε διάφορες εταιρείες. Η Τουρκική Ιστορική Εταιρεία (Türk Tarih Kurumu), ιδρυμένη με πρωτοβουλία του Ατατούρκ και πλουσιοπάροχα προικισμένη από αυτόν, πήρε το μεγαλύτερο μέρος. Η Γλωσσολογική Εταιρεία (Türk Dil Kurumu) και η Γενική Βιβλιοθήκη της Άγκυρας (Ankara Genel Kitaplığı) έλαβαν από ίση κατανομή. Μερικές παλιές εκδόσεις κλασικών συγγραφέων δόθηκαν στο Σεμινάριο Κλασικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής (Dil ve Tarih Coğrafya Fakültesi) της Άγκυρας, ενώ τα αρχεία του Συλλόγου έμειναν στην Κωνσταντινούπολη, στη βιβλιοθήκη της Süleymaniye, όπου φαίνεται να βρίσκονται ακόμη [=1969]. Η Ιστορική Εταιρεία αποφάσισε να δεχτεί ένα μόνο μέρος από τα έργα που της δόθηκαν: κράτησε όλα τα χειρόγραφα, όλα τα έντυπα που σχετίζονταν με την επιστήμη της ιστορίας και τις βοηθητικές της επιστήμες, και μερικά περιοδικά, ένα σύνολο από σύνολο από 5348 τόμους. Παραχώρησε τα υπόλοιπα στο «Σπίτι του Λαού» (Halk Evi) στην Άγκυρα –με το κλείσιμό του η βιβλιοθήκη του πέρασε στις Τουρκικές Εστίες (Türk Ocakları), όπου βρίσκεται ακόμη [=1969]. Ας προσθέσουμε τέλος, ότι από το 1956 είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη (Milli Kütüphane) στην Άγκυρα η οποία φυλάσσει τα βιβλία που είχαν δοθεί, το 1932, στη Γενική Βιβλιοθήκη.»[32]
    Από τα συνολικά 183 χειρόγραφα, που υπολογίζεται ότι περιελάμβανε η Βιβλιοθήκη του Ε.Φ.Σ.Κ., έχουν διασωθεί -σύμφωνα με τη βιβλιογραφία του Moraux-  εκατόν σαράντα εννέα. Η Βιβλιοθήκη της Τουρκικής Ιστορικής Εταιρείας, στην οποία, όπως σημειώθηκε, βρίσκονται σήμερα τα χειρόγραφα, τα έχει ψηφιοποιήσει.
   
 
 ✦✦✦✦✦✦✦✦✦
 
   
[1] Αρκετές βιογραφικές πληροφορίες για τον Ηρακλή Βασιάδη περιέχει η ομιλία που εκφώνησε το 1891 σε συνεδρία του Συλλόγου ο Κωνσταντίνος Καλλιάδης μετά τον θάνατο του ιδρυτή του Ε.Φ.Σ.Κ. Η ομιλία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Συλλόγου, βλ. Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος 21 (1891), σ. 20-33.
[2] Γιώργος Α. Γιαννακόπουλος, «Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως (1863-1922)», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 6 (1986/7), σ. 287-322, εδώ σ. 287. Το άρθρο του Γ. Γιαννακόπουλου περιέχει και σημαντική παλαιότερη βιβλιογραφία. Οι διεξοδικότερες μελέτες που διαθέτουμε για τον σύλλογο, είναι οι ακόλουθες: Χάρης Εξερτζόγλου, Εθνική Ταυτότητα στην Κωνσταντινούπολη τον 19ο αι. Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1861-1912), Αθήνα: Πόλις, 1996 και Γιώργος Α. Γιαννακόπουλος, «Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1861-1922): Η ελληνική παιδεία και επιστήμη ως εθνική εθνική πολιτική στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σχολή Νομικών και Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα 1998. Μια συνοπτική αλλά περιεκτική εικόνα της ιστορίας και των ιδεολογικών συμφραζομένων του Συλλόγου προσφέρει το άρθρο του Χ. Εξερτζόγλου για τον Ε.Φ.Σ.Κ. στην Εγκυκλοπαίδεια του Μείζονος Ελληνισμού.
[3] Γιαννακόπουλος, «Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», σ. 287-288.
[4] Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος 1 (1863), σ. δ´.
[5] Ως προς τον ρόλο αυτό θα ήταν ενδιαφέρον να εξεταστούν τυχόν διαφορές μεταξύ των ποικίλων μορφών εταιρισμού. Ο μυστικός εταιρισμός, για παράδειγμα, στον βαθμό που πρόκειται για ελευθεροτεκτονικά συστήματα, έχει a priori έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα ο οποίος –θα υπέθετε κανείς- αντιβαίνει την προβολή εθνικών στοιχείων. Ο ελευθεροτεκτονισμός γνωρίζει σημαντική διάδοση μεταξύ των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στο β΄μισό του 19ου και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι., βλ. το πλούσιο υλικό που παρουσιάζει ο Γιάννης Σαμάρας, στη μελέτη του Η Στοά «Αρμονία» υπ' αριθ. 44 εν Ανατ. Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα: Έκδοση της Στοάς «Αρμονία», 2010.
[6] Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος 1 (1863), σ. ε´.
[7] Η πρώτη συνεδρία των ιδρυτικών μελών του Ε.Φ.Σ.Κ. πραγματοποιήθηκε στις 15.04.1861 και η έγκριση του πρώτου καταστατικού στις 14.12.1861. Τα ιδρυτικά μέλη ανέρχονταν σε 86. Βλ. Paul Moraux, Catalogue des manuscrits grecs, Ankara: Türk Tarih Kurumu, 1964, σ. iii. Αναλυτικοί ονομαστικοί κατάλογοι των μελών δημοσιεύονταν στο περιοδικό του Συλλόγου. Κατά τον Moraux το πρώτο κτίριο στο οποίο στεγάστηκε ο Σύλλογος βρισκόταν στην οδό Turnacı Başı. Αργότερα η έδρα μεταφέρθηκε σε άλλο κτίριο, επίσης στο Πέρα. Αυτό το δεύτερο κτίριο καταστράφηκε το 1870 από πυρκαϊά, ό.π., σ. iv.
[8] Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος 1 (1863), σ. δ´.
[9] Γιαννακόπουλος, «Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», σ. 289 κ.έ., όπου και πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας της βιβλιοθήκης. Σύμφωνα με τον Κων/νο Καλλιάδη, η σύσταση της βιβλιοθήκης προτάθηκε από τον ιδρυτή του Συλλόγου, Ηρακλή Βασιάδη, βλ. τα όσα γράφει ο Καλλιάδης στην ομιλία του για τον Βασιάδη: Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος 21 (1891), σ. 20-33.
[10] Hans A. Pohlsander, «Schroeder, Paul G. A.», στο: Neue Deutsche Biographie, τόμ. 23 (2007), σ. 572.
[11] Κατάλογος των βιβλιοθηκάριων δημοσιεύεται από τον Γιαννακόπουλο, «Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», σ. 315-316.
[12] Ό.π., σ. 290.
[13] Moraux, Catalogue des manuscrits grecs, σ. v.
[14] Γιαννακόπουλος, «Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», σ. 290.
[15] Καραπάνος, Ἔκθεσις τῶν κατὰ τὸ 1871-72 πεπραγμένων ἀναγνωσθεῖσα ἐν τῇ ἐπετεἰῳ πανηγύρει τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου, Κωνσταντινούπολη: Ι. Α. Βρετός, 1872, σ. 22.
[16] Συνοπτική περιγραφή των χειρογράφων αυτών ως ομάδας, προσφέρει ο Moraux, Moraux, Catalogue des manuscrits grecs, σ. x.
[17] Κ. Καραπάνος, Ἔκθεσις τῶν κατὰ τὸ 1871-72 πεπραγμένων, σ. 25-26 και Γιαννακόπουλος, «Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», σ. 292.
[18] Ο κανονισμός της Βιβλιοθήκης και ο κανονισμός του Αναγνωστηρίου αναδημοσιεύονται από τον Γιαννακόπουλο, ό.π., σ. 293 κ.ε.
[19] Moraux, Catalogue des manuscrits grecs, σ. vii.
[20] Ό.π., σ. xii.
[21] Ό.π., σ. xvi. Όπως παρατηρεί ο Moraux, οι 11 από αυτούς σώζονται σήμερα στη Βιβλιοθήκη της Τουρκικής Ιστορικής Εταιρείας (Türk Tarih Kurumu) στην Άγκυρα. Οι υπόλοιποι λανθάνουν.
[22] Βλ. τον κατάλογο των έργων που δημοσιεύει ο Γιαννακόπουλος, «Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», σ. 302.
[23] Ό.π., σ. 302-303.
[24] Ό.π., σ. 303-304.
[25] Ό.π., σ. 303-306.
[26] Ό.π., σ. 306.
[27] Moraux, Catalogue des manuscrits grecs, σ. xii.
[28] Γιαννακόπουλος, «Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», σ. 309.
[29] Ό.π., σ. 309 και 311.
[30] Γιαννακόπουλος, «Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1861-1922)», σ. 379.
[31] Βλ. Paul Moraux, «Les manuscrits Grecs du Syllogos de Constantinople», Byzantion 24 (1954), σ. 608 και Γιαννακόπουλο, «Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», σ. 311-312. Οι υπολογισμοί των ερευνητών στηρίζονται στους καταλόγους εισερχομένων βιβλίων οι οποίοι δημοσιεύονταν στο περιοδικό του Συλλόγου, αλλά και στους παλαιότερους καταλόγους που είχαν συντάξει ο Παπαδόπουλος-Κεραμεύς και ο Σάρρος: Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, «Κατάλογος τῶν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Φιλολογικῷ Συλλόγῳ χειρογράφων βιβλίων. Μέρος Α´», Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, Παράρτημα τοῦ Κ΄-ΚΒ΄τόμου (1892), σ. 76-130 και Δημήτριος Μ. Σάρρος, «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 8 (1931), σ. 157-199, και 9 (1932), σ. 129-172.
[32] Moraux, Catalogue des manuscrits grecs, σ. xviii-xix, βλ. και Γιαννακόπουλος, «Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», σ. 312, επίσης του ίδιου, «Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1861-1922)», σ. 379-380. Στην δεύτερη από τις παραπάνω μελέτες του ο Γιαννακόπουλος υποστηρίζει ότι το αρχείο του Συλλόγου δεν βρίσκεται στη Sülemaniye. Ωστόσο, και στις δύο μελέτες του, δεν είναι σαφές, αν η πληροφορία αυτή βασίζεται σε επιτόπιο έλεγχο.