Το έργο αποσκοπεί στο να συνεισφέρει στην βελτίωση των επαγγελματικών προτύπων των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης υποβοηθώντας τους στην εκπόνηση αξιολόγησης για διαμορφωτικούς λόγους και στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας όσον αφορά την προώθηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων των μαθητών (γνωστικών και μετα-γνωστικών). Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός το έργο στοχεύει να:

  1. Αναπτύξει ένα συγκεντρωτικό πλαίσιο μέτρησης των δεξιοτήτων αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και να χρησιμοποιήσει αυτό το πλαίσιο για τον ορισμό επαγγελματικών προτύπων διαμορφωτικής αξιολόγησης.
  2. Δημιουργήσει έγκυρα μέσα μέτρησης των επαγγελματικών αναγκών των εκπαιδευτικών και να χρησιμοποιήσει αυτά τα μέσα για την ανάπτυξη ενός προγράμματος επαγγελματικής επιμόρφωσης στην αξιολόγηση του μαθητή το οποίο να βασίζεται στις βασικές υποθέσεις της Δυναμικής Προσέγγισης (Dynamic Approach, DA). Η προσέγγιση αυτή αναγνωρίζει τη σημασία της εμπλοκής των εκπαιδευτικών σε κριτικό αναστοχασμό πάνω στην πρακτική τους καθώς και τη σημασία της στήριξής τους με σκοπό την ανάπτυξη και εφαρμογή των δικών τους στρατηγικών βελτίωσης και σχεδίων δράσης. Τα σχέδια δράσης αυτά, απαντούν στις επαγγελματικές ανάγκες κάθε ομάδας εκπαιδευτικών και λαμβάνουν υπόψη τους τα βασικά ευρήματα της έρευνας πάνω στη διαμορφωτική αξιολόγηση.
  3. Αξιολογήσει την επίδραση του προγράμματος επαγγελματικής επιμόρφωσης στη βελτίωση των δεξιοτήτων των εκπαιδευτικών όσον αφορά στην αξιολόγηση του μαθητή και στα αποτελέσματα των μαθητών (γνωστικά και μετα-γνωστικά).
  4. Διερευνήσει διαφοροποιημένα αποτελέσματα του προγράμματος επιμόρφωσης σε σχέση με παράγοντες του υπόβαθρου των μαθητών (αρχική επίδοση και κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο) και να εξετάσει την πιθανότητα εφαρμογής χρήσης της παρέμβασης για την προώθηση όχι μόνο της ποιότητας, αλλά και της ισότητας στην εκπαίδευση.  
  5. Δημιουργήσει οδηγίες εφαρμογής πολιτικής για την προώθηση της διαμορφωτικής αξιολόγησης (συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής σχετικά με το πρόγραμμα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών) και να ενθαρρύνει τους διαμορφωτές πολιτικών όχι μόνο να αναδιαμορφώσουν τις πολιτικές τους για την αξιολόγηση του μαθητή, αλλά και να δημιουργήσουν μηχανισμούς στήριξης των εκπαιδευτικών στο εγχείρημά τους να εφαρμόσουν αξιολόγηση για διαμορφωτικούς σκοπούς.

Γενικότερα, αυτό το έργο στοχεύει στην προώθηση της καινοτομίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέσω της ενθάρρυνσης της συστηματικής χρήσης αυθεντικών τεχνικών διαμορφωτικής αξιολόγησης στα Μαθηματικά (συμπεριλαμβανομένης της αυτό-αξιολόγησης των μαθητών) που μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές να εντοπίσουν  τις μαθησιακές ανάγκες τους και να πάρουν μέτρα έτσι ώστε να τις βελτιώσουν. Για να πετύχουμε αυτόν το στόχο, βασιζόμαστε στην ανταλλαγή ερευνητικών ευρημάτων και εμπειριών από την αξιολόγηση σχετικών πολιτικών πρωτοβουλιών σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες εξετάζουν τη διαμορφωτική αξιολόγηση, αλλά οι πρακτικές τους εξακολουθούν να είναι προσανατολισμένες προς τα τελικά αποτελέσματα. Αυτή η συνεργασία όχι μόνο μας βοηθά να δημιουργήσουμε κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής για τη διαμόρφωση ενός προγράμματος επαγγελματικής επιμόρφωσης, αλλά και να αξιολογήσουμε αυτήν την παρέμβαση μέσω της παροχής του προγράμματος αυτού στους εκπαιδευτικούς σε κάθε συμμετέχουσα χώρα και προσδιορίζοντας τα δυνατά και αδύνατα σημεία του. Αξιολογούμε, επίσης, την επίδραση αυτού του προγράμματος στην προώθηση των δεξιοτήτων αξιολόγησης των εκπαιδευτικών σε διάφορες χώρες και μέσω αυτής, στην προώθηση των γνωστικών και μετα-γνωστικών μαθησιακών αποτελεσμάτων σε διάφορες χώρες.

Μπορεί επομένως κανείς να υποστηρίξει ότι το πρόγραμμα αυτό έχει ως στόχο την προώθηση της καινοτομίας στην εκπαίδευση μέσω της συνεργασίας οκτώ οργανισμών σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Κύπρος, Ελλάδα και Ολλανδία) τόσο σε επίπεδο πολιτικής όσο και πρακτικής. Αυτές οι τέσσερις χώρες επιλέχθηκαν με βάση τις ιδιαιτερότητές τους στο εκπαιδευτικό πλαίσιο και τις πολιτικές που έχουν για την αξιολόγηση του μαθητή, γεγονός που μας επιτρέπει να εξετάσουμε τις ιδιαίτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε όταν προωθούμε τη διαμορφωτική αξιολόγηση. Ειδικότερα, εκπαιδευτικά συστήματα όπως αυτά του Βελγίου και της Ολλανδίας που είναι περισσότερα προσανατολισμένα στην αθροιστική αξιολόγηση από την άποψη των πολιτικών για την αξιολόγηση του μαθητή (streaming of students), μπορεί να εμφανίσουν μεγαλύτερη αντίσταση στις μεθόδους της διαμορφωτικής αξιολόγησης. Από την άλλη πλευρά, η Κύπρος και η Ελλάδα διαθέτουν συστήματα τάξεων μικτών ικανοτήτων, αλλά στερούνται μιας οργανωμένης εθνικής πολιτικής για την αξιολόγηση.

Τέλος, το έργο στοχεύει και στην υποστήριξη των υπεύθυνων χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής σε διάφορες χώρες προκειμένου να μεταρρυθμίσουν τις πολιτικές αξιολόγησης όχι μόνο δημιουργώντας κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής οι οποίες βασίζονται σε μια κριτική ανάλυση της εθνικής πολιτικής κάθε χώρας, αλλά και υποστηρίζοντάς τους για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής και ειδικότερα βοηθώντας τους στην πραγματοποίηση προγραμμάτων επιμόρφωσης και στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που μπορεί να προκύψουν κατά την εφαρμογή τους. Επομένως, το έργο στοχεύει στην ενδυνάμωση των βασικών ενδιαφερομένων (δηλ. των υπευθύνων χάραξης πολιτικής με βασικούς ρόλους στην αξιολόγηση, τους συμβούλους των σχολείων και τους εκπαιδευτικούς) στην προσπάθειά τους να προωθήσουν τη διαμορφωτική αξιολόγηση στα Μαθηματικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.